καρατέλο

καρατέλο
το
ναυτ. ξύλινο δοχείο νερού που η χωρητικότητά του είναι το ένα τρίτο τής βαρέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caratello].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”